Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ φυτεύσαντες

См. также в других словарях:

  • φυτεύσαντες — φυτεύω of the thing planted aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτεύω — ΝΜΑ [φυτόν] 1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί 2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.) νεοελλ. χώνω βαθιά, μπήγω («τού φύτεψε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»